Διαφορα

Πρωτομαγιά 1944: Η εκτέλεση των 200 της Καισαριανής

Η Εργατική Πρωτομαγιά, ως παγκόσμια ημέρα κοινών αγώνων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει σημείο αναφοράς της την αιματοβαμμένη απεργία των εργατών, το Μάιο του 1886 στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Εκείνη όμως η Πρωτομαγιά που θεωρείται  το σημείο- σταθμός της ελληνικής Εργατικής Πρωτομαγιάς, χρονικά τοποθετείται στον τελευταίο χρόνο της τριπλής στρατιωτικής κατοχής στην Ελλάδα.

 

Ηταν 1η Μαΐου του 1944 όταν οι αρχές κατοχής, επικαλούμενες λόγους αντιποίνων, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, τους οποίους μετέφεραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Απ’ αυτούς περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.

 

«Την 27. 4. 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ’ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και 3 συνοδούς του αξιωματικούς.Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.

Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:

1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1/5/1944.

2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.

Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».

 

Για το ΕΑΜ, τις οργανώσεις και τα κόμματα που το αποτελούσαν εκείνη η ανακοίνωση σήμανε συναγερμό με αποτέλεσμα να ξεδιπλωθεί μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής.

 

«Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ -γράφει ο Θ. Χατζής- κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν τον λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση.

Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά.

Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς τον Ράλλη και τον δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής.

 

Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα.

Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ‘‘προσευχόταν’’ για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων.

Οταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: ‘‘Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό’’!..»

 

(Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Γ’, σελ. 141- 142).

 

Την ίδια ημέρα, 30 Απριλίου, η είδηση της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών έφτασε και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου αλλά οι επικεφαλής των κρατουμένων την κράτησαν όπως μπορούσαν κρυφή για να μη «φάει» η αγωνία τον κόσμο.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Παυλάκη, η επιλογή των διακοσίων έγινε στην αναφορά, το πρωί της Πρωτομαγιάς.

 

«Σαν ετελείωσε η αναφορά, ο Φίσερ [σ.σ. ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ] είπε πως: Αυτοί που θ’ ακούσουν τα ονόματά τους θα βγαίνουν εκεί μπροστά για να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Από τους πρώτους που φώναξε ήταν οι Σαββόπουλος, Σκλάβαινας…» (Δημ. Παυλάκη: «Από το Χαϊδάρι στο Μπέλσεν», Αθήνα 1965, σελ. 69-70).

 

Η εκφώνηση των ονομάτων γινόταν σε πενηντάδες. Κι από τις μαρτυρίες που υπάρχουν 71ο ακούστηκε το όνομα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του μεταφραστή του στρατοπέδου, που είναι -όχι άδικα- και ο περισσότερο γνωστός από τους 200 για τη στάση που κράτησε μετά την εκφώνηση, καθώς θα μπορούσε να σωθεί αν δεχόταν στη θέση του να πάει κάποιος άλλος.

 

Οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής -στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως το ονόμασε ο λαός αργότερα- το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44.

 

Εκεί τους χώρισαν και τους εκτέλεσαν κατά εικοσάδες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας στη συνέχεια, στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη για να μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.

 

Ο Σουκατζίδης, κατ’ εντολήν τού επικεφαλής των Γερμανών, είχε την υποχρέωση να ρωτά τους υπό εκτέλεση συντρόφους του αν έχουν κάτι να πουν.

 

Η ιαχή που κυριάρχησε πριν πάρουν τον λόγο τα πολυβόλα ήταν: «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!» 

(«Στ’ Αρματα- Στ’ Αρματα- Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 315- 317).

 

Πριν αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατάφεραν να γράψουν μερικές λέξεις στα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα και να πετάξουν τα σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας.

 

Μεταξύ αυτών ήταν και τα εξής:

«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές», έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας. 

Ο Νίκος Μαριακάκης συμπλήρωσε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».

Ο Κώστας Τσίρκας με ξεχωριστό τρόπο σημείωσε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Ολοι πάμε στη μάχη».

(Εθνική Αντίσταση 1941-1944: «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Αθήνα 1974, σελ. 111, 141, 143, 167).

Πρόσφατα, ο γνωστός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, Παντελής Βούλγαρης, ασχολήθηκε με το ιστορικό αυτό γεγονός στην ταινία του "Το τελευταίο σημείωμα", ενώ η επίσκεψη του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο μνημείο των εκτελεσθέντων, λίγο μετά την επικράτησή του στις εκλογές, είχε προκαλέσει ποικίλα σχόλια.

 

(με στοιχεία από την ιστοσελίδα efsyn.gr)

 

 

Σχόλια

Το Arcadia938.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης υβριστικών, συκοφαντικών, ρατσιστικών σχολίων και διαφημίσεων, καθώς αντιβαίνουν στις διατάξεις την κείμενης νομοθεσίας. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά προσωπικές απόψεις αναγνωστών.