Σαν Σημερα: Προσωπα

"Ο Γέρος του Μωριά" Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Η εξοχότερη ηγετική φυσιογνωμία της επανάστασης του 1821, ο αρχιστράτηγος του αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σαν σήμερα.

 

Όπως διηγείται ο ίδιος στα "Απομνημονεύματά" του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770 κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας μέσα σε φημισμένη οικογένεια του καιρού: ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770. Ο μικρός έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του.

 

 

Τα πρώτα χρόνια

 

Όσοι από τους Κολοκοτρωναίους γλίτωσαν τη σφαγή (μητέρα, Θεόδωρος και τέσσερα αδέλφια) κατέφυγαν στη Μάνη, όπου παρέμειναν για τρία χρόνια, και κατόπιν η ορφανεμένη φαμίλια βρήκε καταφύγιο στην Αλωνίσταινα, όπου φιλοξενήθηκε σε σπίτια συγγενών για 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Όταν όμως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ποιοι ήταν, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν και πάλι και τώρα βρήκαν προστασία στον Άκοβο (1785).

 

Όταν ο μικρός Θεόδωρος ήταν 13 ετών, συνέβη το περιστατικό που θα πείσμωνε το αγόρι: μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δυο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής!

 

 

Σχεδόν αγράμματος, μόλις που κατόρθωνε να συλλαβίζει δηλαδή, γνώριζε ωστόσο αρκετά καλά την ιστορία του γένους του, όντας αργότερα ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι, πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Αυτοδίδακτος και λιγόλογος, ο γενναίος νεαρός εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου στα 15 του χρόνια και λίγο αργότερα (1787) οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής.

 

Ο γάμος

 

Το 1790, σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και πέρασε άλλα 7 χρόνια στον Άκοβο, όπου απέκτησε τελικά 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Ζούσε ήρεμο βίο με την πλουσιοπάροχη προίκα που πήρε από τον κοτσαμπάση και πλέον ήταν αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς.

 

Γίνεται "στόχος" των Τούρκων

 

Φανερά τουλάχιστον, γιατί ήταν πάντα ενταγμένος στα σώματα των πελοποννήσιων κλεφτών, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και έγινε πρωτοπαλίκαρο, πριν συγκροτήσει δικό του σώμα και αναπτύξει πλούσια δράση. Από το 1797, οι Τούρκοι τον βάζουν στο στόχαστρο, γι’ αυτό και για τα επόμενα 5 περίπου χρόνια (1797-1802) επιδόθηκε σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο με τα 60 παλικάρια του. Αποτέλεσμα; Το 1802 εκδόθηκε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη εναντίον του, να σκοτώσουν δηλαδή με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!

 

 

 

Οι Τούρκοι καταδιώκουν λυσσαλέα τον πολύπειρο πια στη μάχη Κολοκοτρώνη, χάρη σε νέο φιρμάνι που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1806, και δεν είναι λίγοι οι καλοθελητές που τον προδίδουν: έπειτα από αλλεπάλληλες προδοσίες κοτζαμπάσηδων και καλόγερων, ενέδρες και ανελέητο κυνηγητό, ο Κολοκοτρώνης κατορθώνει να διαφύγει νύχτα και γλιτώνει τη ζωή του.

 

Τον Απρίλιο του 1806 φτάνει τελικά στη Ζάκυνθο, με τη γενιά του να έχει ξεκληριστεί εν τω μεταξύ από τον οθωμανό κατακτητή: από τα 36 πρωτοξαδέλφια του οπλαρχηγού, μόνον 8 γλίτωσαν από το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στο νησί τον περιμένει βέβαια, πέρα από νέο φιρμάνι του σουλτάνου για τον θάνατό του, και ο αφορισμός από το Πατριαρχείο (ενδεχομένως από την πίεση του σουλτάνου). Στη Ζάκυνθο θα περάσει 15 ολόκληρα χρόνια, φέρνοντας εκεί τη φαμίλια του και συνάπτοντας σχέσεις με πολλούς οπλαρχηγούς και ηγέτες κατόπιν του εθνικού μας αγώνα.

 

Ο Κολοκοτρώνης ...Ταγματάρχης

 

Μετά την άρνηση του Κολοκοτρώνη να ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και να πολεμήσει τους Γάλλους στην Ιταλία ("Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σας υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας"), υπηρετεί στον αγγλικό στρατό ως ταγματάρχης σε σύνταγμα ελλήνων εθελοντών. Ήταν αυτή η θητεία που θα του δίδασκε πολλά για τη στρατιωτική τέχνη, την οποία και θα εφάρμοζε αργότερα στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Ο Κολοκοτρώνης διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του ταγματάρχη (από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με τη χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό και τη χαραγμένη λέξη "ΕΙΘΕ"). Μετά τη διάλυση του εκστρατευτικού συντάγματος, ο οπλαρχηγός έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη.

 

 

Το 1819 έχασε τη γυναίκα του και επόμενος σταθμός ήταν η 3η Ιανουαρίου 1821, όταν εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και αποβιβάστηκε στη Μάνη, όπου ύψωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 το λάβαρο της επανάστασης στην Καλαμάτα και τέθηκε επικεφαλής πολλών ακόμα αγωνιστών, απελευθερώνοντας την πόλη.

 

Οι στρατιωτικές επιτυχίες

 

Μετά την αποφασιστική για το μέλλον της επανάστασης μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά, ο Γέρος του Μοριά ήταν έτοιμος να εξαπολύσει τη στρατηγικής σημασίας επίθεσή του στην πόλη, διακαής πόθος του από την πρώτη στιγμή του αγώνα.

 

Σε πλήρη αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ήθελαν πολιορκία και απελευθέρωση μικρών μεσσηνιακών κάστρων, ο Κολοκοτρώνης είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε εξάλλου σθεναρά ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν έπρεπε να διασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, που δεν ήταν άλλος από την Τριπολιτσά. Η γνώμη του επικράτησε τελικά κι έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο στόχο των επαναστατών.

 

 

Μετά τη σημαντική νίκη στο Βαλτέτσι, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά, στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο ελληνικός κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Ο Κολοκοτρώνης μάζεψε 10.000 άντρες, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους. Τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έπειτα από πεντάμηνη πολιορκία, η πόλη πέφτει και οι σφαγές του πληθυσμού ήταν εκτεταμένες (6.000-30.000 ανάλογα με την πηγή). Ο Κολοκοτρώνης θυμάται στο ημερολόγιό του: "Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριανταδύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό".

 

Δίκη και φυλάκιση

 

Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πάντα πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την ανεξαρτησία τους χωρίς ξένες παρεμβολές. Αντιμετώπιζε εξάλλου με δυσπιστία την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, πιστεύοντας πως αυτή γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Από την άλλη βέβαια πλευρά, εμφορούμενος από παροιμιώδη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για τον θάνατο συγγενών του, ακόμα και του γιου του.

 

Με την έλευση του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον "αυταρχικό" τρόπο της εφαρμογής της. Πρωτοστάτησε επίσης στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, αν και με την έλευση του τελευταίου (30 Ιανουαρίου 1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Κι έτσι οι Βαυαροί τον αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα, κι αυτό λόγω των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων.

 

 

Η σκευωρία που εξυφάνθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί (6 Σεπτεμβρίου 1833), από κοινού με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του.

 

Η διαβόητη δίκη άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διάρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου και ήταν μια σκευωρία από τις λίγες. Από όλες τις βαρύτατες κατηγορίες καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, καθώς επρόκειτο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, πόσο μάλιστα για εσχάτη προδοσία! Ο νομομαθής Γεώργιος Τερτσέτης υποστήριξε στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που έγιναν αργότερα ότι "με τέτοιες κατηγορίες δεν μπορούν να καταδικαστούν σε θάνατο ούτε δυο γάτοι"!

 

Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου συγκλόνισε το ακροατήριο, πόσο μάλιστα όταν ο Γέρος του Μοριά ερωτηθείς "τι επάγγελμα έχεις;", έδωσε την ιστορική απάντηση: "Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα". Το δέος απαθανατίστηκε ακόμα και στο πρόσωπο των εχθρών του οπλαρχηγού.

 

 

Παρά τη γενναία στάση των δύο εκ των πέντε δικαστών, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος ήταν 64 ετών. Λίγο αργότερα βέβαια η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: "Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!".

 

Τα τελευταία χρόνια

 

Τον Μάιο του 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε βασιλική χάρη και αποφυλακίστηκε, αποκαμωμένος και εξουθενωμένος πια από τις άθλιες συνθήκες κράτησης αλλά και την ταπείνωση. Σχεδόν τυφλός και ρακένδυτος (από όπου βγήκε και η φράση "χάλια κολοκοτρωνέικα"), κατέφυγε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε βέβαια να γνωρίσει τη λαϊκή αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα.

 

Τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα.

 

Ο Γέρος του Μοριά άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών, χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο αμέσως μετά τον γάμο του μικρότερου γιου του. Αφού στεφάνωσε τον γιο του και ευθύμησε στον γάμο του, πήγε στις 3 Φεβρουαρίου στον βασιλικό χορό, όπου αστειεύτηκε με τους παλιούς του συντρόφους, συνομίλησε με τον Όθωνα και τα έτσουξε λίγο παραπάνω, πίνοντας άφθονο κρασί. Γύρω στα μεσάνυχτα "επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, κατεκλίθη εις την στρώμνην του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία" (εφημερίδα "Αιών").

 

 

Αυτό ήταν το τέλος του μεγάλου αντρός, ο οποίος φτωχός από υλικά αγαθά αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού, πρόλαβε να δει την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη, μια πατρίδα για την οποία αγωνίστηκε σκληρά με μεγαλοψυχία και όραμα. Πριν κλείσει τα μάτια του, υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη ("Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836"), τα οποία εκδόθηκαν το 1846 ως ένα πλήρες χρονικό της Ελληνικής Επανάστασης.

 

Πηγή: kathimerini.gr/newsbeast.gr/sansimera.gr

 

Σχόλια

Το Arcadia938.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης υβριστικών, συκοφαντικών, ρατσιστικών σχολίων και διαφημίσεων, καθώς αντιβαίνουν στις διατάξεις την κείμενης νομοθεσίας. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά προσωπικές απόψεις αναγνωστών.