Έξοχος, σκληρός νατουραλισμός σε μια εποχή "άρρωστης" γενικευμένης απάθειας και κακού "θεάτρου"
"Λεωφορείο ο πόθος" του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά (θέατρο Προσκήνιο, Αθήνα)

Το ερώτημα αν τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς έχουν ή δεν έχουν "λόγο ύπαρξης" και, κυρίως, "παράστασης" σήμερα, νομίζουμε πως έχει απαντηθεί αλλά, σε κάθε περίπτωση, μια πολύ καλή παράσταση ενισχύει την ήδη εκπεφρασμένη γνώμη ειδικών και μη.
Εν προκειμένω, η απόδοση του εμβληματικού έργου "A streetcar named desire" από τον κύριο Καραντζά, λειτουργεί, λίγο έως πολύ, ως "κάθαρση", καθώς αποτελεί μια μικρή "όαση" μέσα στο συρφετό ασχημονούντων, ανοργάνωτων, ανούσιων και άχαρων θεαμάτων που κυριαρχούν στην Ελλάδα του σήμερα.
Ευτυχώς, το Ελληνικό θέατρο, εν πολλοίς, "παίζει" αυτό το ρόλο: Να υπενθυμίζει στο "μέσο" θεατή ότι υπάρχει και η πραγματικότητα της Τέχνης και όχι μόνο η τεχνητή πραγματικότητα του δήθεν και της διαφημιστικής κενότητας.
Προφανώς, οι περισσότεροι γνωρίζουν το εν λόγω έργω από την κλασσική του μεταφορά στον κινηματογράφο (1951), με τον Μάρλον Μπράντο και τη Βίβιαν Λι στους κύριους ρόλους. Η ιστορία δυο ξεπεσμένων γόνων μιας πάλαι ποτέ αριστοκρατικής οικογένειας του Αμερικανικού νότου και η καταπίεση που υφίστανται από το ανδροκρατούμενο, κοινωνικό γίγνεσθαι, έχει παράξει μερικές εμβληματικές παραστάσεις και, εν γένει, οπτικοακουστικές παραγωγές.
Η αξιολογότατη παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο "Προσκήνιο"- κι, απ' ότι πληροφορηθήκαμε, θα συνεχιστεί και κατά τη νέα σεζόν- διακρίνεται για τον πολύ καλά επεξεργασμένο, σκληρό νατουραλισμό της, βασιζόμενη, κυρίως, στη σκηνοθεσία, την κινησιολογία και τη σκηνογραφία της.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, οι ερμηνείες της κυρίας Καλτσίκη (Μπλανς Ντυμπουά), του κυρίου Μπαλή (Στάνλεϊ Κοβάλσκι) και της κυρίας Βλαγκοπούλου (Στέλλα Ντυμπουά)- κατά κύριο λόγο-, δημιουργούν ένα απόλυτα "ενοχλητικό", ρεαλιστικό σύμπαν, μέσα στο οποίο οι αιχμές, η τραχύτητα και η χαρακτηριστική ατμόσφαιρα του αμερικανικού νότου- που διακρίνει τη συγγραφική ματιά του Ουίλιαμς- ξεπερνούν το στενό, οριοθετημένο θεατρικό χώρο και γίνονται "αλήθειες". Προς αυτή την κατεύθυνση, συντείνει και η "εσωτερικότητα" των ερμηνειών, η οποία, ειδικά στην περίπτωση της κυρίας Καλτσίκη, είναι εκκωφαντική.
Ωστόσο, θα πρέπει να κάνουμε ειδική μνεία στη σκηνογραφική προσέγγιση της κυρίας Μαρίας Πανουργιά, μόνιμης συνεργάτιδας του κυρίου Καραντζά. Ο ασφυκτικός σκηνικός χώρος, πέραν του ότι υποστηρίζει με τον καλύτερο τρόπο την ατμόσφαιρα του εγκλωβισμού των ηρώων, επιτείνει την αίσθηση της νευρώδους, ζωώδους θα λέγαμε ερμηνευτικής προσέγγισης εκ μέρους των ηθοποιών. Ολόκληρος δε ο σκηνικός χώρος και η εγγύτητά του με τους θεατές δίνει την αίσθηση της "συνενοχής" εκ μέρους των τελευταίων, σαν να ήταν και οι ίδιοι γείτονες των χαρακτήρων του έργου.
Μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσουν όσοι αρέσκονται στο καλό θέατρο.