Η Αρκαδία στο Β' Παγκόσμιο Π΄όλεμο: Από το "ΟΧΙ" στην Κατοχή, τι κατέγραψαν χρονικογράφοι της εποχής
Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος για την Αρκαδία κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
Το προσωποπαγές καθεστώς τού Μεταξά κατέρρευσε ευθύς μετά το θάνατό του (28-1-1941). Πάντως, από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ( 1-9-1939) μέχρι τότε, δεν μπορούσε να γίνει λόγος για αντιδράσεις κατά της δικτατορίας, αφού τα πολιτικά κόμματα είχαν διαλυθεί και εν συνεχεία η ενότητα της χώρας ήταν αναγκαίος όρος για την αντιμετώπιση της φοβερής απειλής τού πολέμου.
Μέχρι που αυτή πήρε συγκεκριμένη μορφή κατά την επίδοση του τελεσιγράφου των Ιταλών το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Η απάντηση του Μεταξά “ Alors, c’est la guerre” (λοιπόν, έχουμε πόλεμο), που συμπυκνώθηκε στο γνωστό «ΟΧΙ», άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στην Ελληνική Ιστορία, ισάξιο προς εκείνο του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, δεδομένου ότι συνοδεύτηκε από τις νίκες στο Αλβανικό μέτωπο που κλόνισαν το μύθο για το ακατανίκητο του Άξονα, σε μια εποχή, μάλιστα, που η κοινή γνώμη στην Ευρώπη ήταν μουδιασμένη και οι δύο μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ –ΕΣΣΔ) δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμη την ουδέτερη στάση τους.
Από τον Νοέμβριο, που προσχωρούν στον Άξονα Σλοβακία, Ρουμανία και Βουλγαρία, απομένει η μικρή Ελλάδα, ως νησίδα βαλλόμενη πανταχόθεν, να κρατάει ζωντανή την ελπίδα των λαών τής Ευρώπης. Αξίζει να επαναλάβουμε εδώ μια μόνο από τις σχετικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Γράφει, λοιπόν, ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Κασσού:
"Να μην λησμονήσουμε ποτέ τη συγκίνηση με την οποία είδαμε την εφιαλτική στιγμή τής ντροπής και του ζόφου, έναν μικρό λαό να ορθώνεται με θαυμαστό τρόπο εναντίον τού τέρατος που καταδυνάστευε την ανθρωπότητα (...) Εμείς οι Γάλλοι νικημένοι, ταπεινωμένοι, εξουθενωμένοι, ατενίζαμε την Ελλάδα να μάχεται, όπως οι ιππότες υπερασπίζονταν την τιμή τους, και αυτό μας ξανάδινε την ελπίδα".
Εφτά μήνες μετά την άρνηση υποταγής, η Ελλάδα θα καμφθεί από τις υπέρτερες κατά πολύ δυνάμεις και θα υποκύψει σ’ έναν τριπλό ζυγό: των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων. Η Γερμανική επίθεση θα εκδηλωθεί στις 6 Απριλίου 1941 και στις 27 του ίδιου μήνα ο αγκυλωτός σταυρός θα κυματίζει στην Ακρόπολη.
Αυτό που εύχονταν τώρα πια οι αγωνιώντες στα μετόπισθεν ήταν να δουν τους ανθρώπους τους να επιστρέφουν σώοι από το μέτωπο. Για 15.000 αξιωματικούς και οπλίτες δεν θα υπάρξει ημέρα επιστροφής, ενώ 63.000 θα κουβαλούν ανεξίτηλα πάνω στο σώμα τους τα τραύματα εκείνου του πολέμου. Ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς, περί τις 25.000, θα θυμούνται συχνά πυκνά στις αφηγήσεις τους τη σκληρή πορεία μέσα στα χιόνια που τους νέκρωσε τα κάτω άκρα. Όσοι κατάφεραν να φτάσουν σώοι και αβλαβείς στην πατρική εστία, διανύοντας πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια, πετούσαν τα κουρέλια των στολών τους στη φωτιά και τα μιλιούνια οι ψείρες τσίριζαν διαμαρτυρόμενες καθώς τις τύλιγαν οι φλόγες…
Μα τα χειρότερα δεν είχαν περάσει. Μισό εκατομμύριο Έλληνες, οι περισσότεροι από την πείνα, θα προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των απωλειών. Εν τέλει ο Ελληνικός λαός θα έχει το προνόμιο μιας οδυνηρής πρωτιάς: θα είναι ο πρώτος, αναλογικά, από όλες της χώρες της Ευρώπης, σε ανθρώπινες θυσίες, αφού χάθηκε άμεσα το 10,8 % του πληθυσμού τής Ελλάδας, ενώ η δεύτερη σε απώλειες Σοβιετική Ένωση έχασε το 2,8% του πληθυσμού της .
Δεν θα ασχοληθούμε, βέβαια, εδώ με τη συνολική περιπέτεια της χώρας μας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ’40 -που σε γενικές γραμμές είναι σε όλους γνωστή-, αλλά θα περιοριστούμε στα όρια που θέτει μια τοπική Ιστορία.
Στα χωριά τής Τεγέας, λοιπόν, όπως και σ’ όλη την ύπαιθρο χώρα που δεν διέθετε άλλα μέσα ευρείας μετάδοσης των ειδήσεων (ραδιόφωνα-εφημερίδες), ο χτύπος τής καμπάνας γρήγορος, δυνατός, επίμονος, σήμανε το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου το άγγελμα ότι κάτι σοβαρό και έκτακτο συνέβαινε.
Στην πλατεία των χωριών οι κάτοικοι θα πληροφορούνταν από τον Πρόεδρο της Κοινότητας τα λοιπά στοιχεία της είδησης, καθώς και τη διαταγή για επιστράτευση των ανδρών και επίταξη των ζώων. Κι ενώ τα δάκρυα για τα αγαπημένα πρόσωπα σφουγγίζονται γρήγορα, γιατί προέχει το καθήκον προς την πατρίδα, η λύπη για τον αποχωρισμό από τους τετράποδους συντρόφους εκφράζεται πιο ελεύθερα. Αντιγράφουμε από το βιβλίο «Η Μανθυρέα» του Διον. Ηλιόπουλου τη σχετική παράγραφο:
"Την άλλη μέρα οι χωριανοί, έπρεπε σύμφωνα με τη διαταγή τής κυβερνήσεως, να πάνε τα ζώα τους στην επίταξη. Η παράδοση των ζώων θα γινόταν στ’ Αχούρια ή στις Ρίζες. Πήραν τα ζώα τους και τράβηξαν για την επίταξη. Εκεί έξω στα χωράφια είχαν περιφράξει έναν μεγάλο χώρο και οι εντεταλμένοι τής επίταξης εξέταζαν ένα ένα τα ζώα και κράταγαν τα ικανά για τον πόλεμο, μουλάρια κι άλογα. Απήλλαξαν τα γαϊδούρια, καθώς και τα γέρικα ή καχεκτικά ή άρρωστα μουλάρια κι άλογα. Μετά έδιναν, στους ιδιοκτήτες των ζώων που κράταγαν, το χαρτί τής επίταξης κι ακολουθούσε η σκηνή τού χωρισμού των ζώων από τα αφεντικά τους. Η σκηνή αυτή ήταν άφωνη, αλλά έντονα συγκινητική.
Τα ζώα τα τράβαγαν από το καπίστρι για να τα πάνε μέσα στο γήπεδο κοντά στ’ άλλα ζώα. Αυτά γύριζαν και κοίταγαν τ’ αφεντικό τους, όλο θλίψη και παράπονο, αλλά και τ’ αφεντικό τους με τη σειρά του, στεκότανε βουβό κι αποχαιρετούσε με λυπημένη ή υγρή ματιά τον αγαπημένο του σύντροφο στη σκληρή δουλειά της αγροτιάς. (…) Την άλλη μέρα οι χωριανοί έμαθαν ότι τα ζώα εκεί στην επίταξη, όπως ήταν μαντρωμένα, έμειναν ατάϊστα και κυρίως απότιστα. Πολλοί δεν άντεξαν και τράβηξαν για τ’ Αχούρια ή τις Ρίζες για να δούνε και πάνω απ’ όλα για να ποτίσουν τα ζώα τους".
Με τους νέους άντρες στο μέτωπο και τα υποζύγια στην υπηρεσία των αναγκών του πολέμου, η παραγωγή θα μειωθεί σημαντικά. Ο χειμώνας του 1940-41 θα είναι σκληρός από πολλές απόψεις, αλλά οι καρδιές θα φουσκώνουν από ενθουσιασμό κάθε φορά που οι καμπάνες θα αναγγέλλουν μια νέα νίκη. Η ψυχική αυτή ευφορία θα αντικατασταθεί από την οργή –πώς μπορούν οι νικημένοι να κομπάζουν ως νικητές;- και από το φόβο που έσπειρε η ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, οι οποίοι όπου να ‘ναι φτάνουν και στην Πελοπόννησο: 26 Απριλίου κυριεύουν τον Ισθμό και την Πάτρα και μετά τρεις ημέρες βρίσκονται στην Καλαμάτα.