Η υποτίμηση της εργασίας αποτελεί το "σήμα κατατεθέν" της πολιτικής της ΝΔ.
Τα βασικά σημεία της αγόρευσης του Βουλευτή Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργου Παπαηλιού επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εργασίας.
Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα - Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027» είπε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
Παρότι, εδώ και χρόνια, η κοινωνική διάσταση της ΕΕ έχει υποβαθμιστεί, σήμερα όλο και περισσότεροι στην Ευρώπη, με προεξάρχουσες της προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται, ότι η συνέχιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την καθήλωση των μισθών και την αποδυνάμωση των εργασιακών δικαιωμάτων οδηγεί στην υποβάθμιση της θέσης και στην οικονομική εξαθλίωση των εργαζομένων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψήφιση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για «επαρκείς» κατώτατους μισθούς στις χώρες της ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για το παρόν και το μέλλον του εργατικού δικαίου και συνεπώς των εργαζομένων. Η κύρωση της Οδηγίας εκ μέρους της χώρας μας, θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για μια σημαντική αλλαγή μετά τα δίσεκτα χρόνια των μνημονίων, προς το καλύτερο, καλύτερους μισθούς και με μεγαλύτερη προστασία των εργαζομένων από εργοδοτικές αυθαιρεσίες.
Η Οδηγία εστιάζει σε δύο βασικούς άξονες:
Στον καθορισμό σαφών κριτηρίων και διαδικασιών για την «επάρκεια» των κατώτατων μισθών και στην υποχρέωση των κρατών-μελών να ενισχύσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, όταν η κάλυψή υπολείπεται του 80 %, κάτι που συμβαίνει στη χώρα μας.
Αντί να ενσωματώσει αυτές τις αρχές, η κυβέρνηση επιλέγει να επαναφέρει μνημονιακές πολιτικές, θεσπίζοντας μαθηματικούς τύπους που βασίζονται στον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα, αφήνοντας στην άκρη την ουσία, την «επάρκεια» του μισθού για μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Δυστυχώς, με τον τρόπο που ενσωματώνεται η Οδηγία από την κυβέρνηση, αλλοιώνεται τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα της. Έτσι υπονομεύεται ο στόχος της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων.
"Αγκυλωμένη στις ιδεοληψίες της η κυβέρνηση της ΝΔ"
Εν προκειμένω, με τη συγκεκριμένη νομοθέτηση, δεν θεσπίζονται δικλείδες ασφαλείας, η ουσιαστική προστασία μέσω του κατώτατου μισθού και το σύνολο των στοιχείων της συλλογικής αυτονομίας, που την καθιστούν ουσιαστική και αποτελεσματική, τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις- τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την επεκτασιμότητα, την ευνοικότερη ρύθμιση, τη μετενέργεια και τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.
Έτσι, η κυβέρνηση της ΝΔ αγκυλωμένη στις ιδεοληψίες της και στην κατά γράμμα τήρηση του νεοφιλελεύθερου προγράμματος κυβερνητικής πολιτικής, ενσωματώνει την Οδηγία, σκόπιμα με λάθος τρόπο, παραβιάζοντάς την και πάντως εισάγοντάς την ανεπαρκώς. Βασικό στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής των τελευταίων πέντε χρόνων είναι η καθήλωση των μισθών, μέσω της οποίας συνεχίζονται οι μνημονιακές πρακτικές της εσωτερικής υποτίμησης.
Αυτό επιτυγχάνεται με την αφαίρεση της διαδικασίας προσδιορισμού των μισθών από τους κοινωνικούς εταίρους, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη μετατροπή της σχετικής διαδικασίας, ειδικά για τον κατώτατο μισθό, σε θέμα κρατικής ελέγχου, μέριμνας και επιβολής. Παράλληλα, έχει δομηθεί ένα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο που περιορίζει τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, καθιστώντας πρακτικά παράνομη ακόμη και την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της απεργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια το σύνολο των απεργιών που προκηρύχθηκαν, κρίθηκαν παράνομες.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο μέσος μισθός στη χώρα έχει κατρακυλήσει στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, γεγονός που, σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών, την ουρανομήκη ακρίβεια, οδηγεί στη μείωση της αγοραστικής δύναμης.
"Επιχειρείται η πλήρης παράκαμψη της συλλογικής διαπραγμάτευσης"
Συμπερασματικά, με το νομοσχέδιο:
Επιχειρείται η πλήρης παράκαμψη της συλλογικής διαπραγμάτευσης, αφού καταργείται ουσιαστικά τη δυνατότητα καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, συμβάλλοντας έτσι και στην υποβάθμιση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Αυτή ήταν η βάση επί της οποίας οικοδομήθηκε ολόκληρο το σύστημα της συλλογικής αυτονομίας στη χώρα μας.
Επιλέγεται η διατήρηση χαμηλών μισθών, εξασφαλίζοντας έναν κατώτατο μισθό που μόλις ξεπερνά το όριο της φτώχειας, αφού θα αντιστοιχεί στο εισόδημα του 20 % των φτωχότερων εργαζομένων και θα καθορίζεται μόλις στο 50 % του μέσου μισθού και χωρίς την πρόβλεψη μηχανισμού αυτόματης αναπροσαρμογής. Απουσιάζει το σχέδιο δράσης για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σχετική, με την κυβέρνηση να αναβάλλει τη σχετική συζήτηση-απόφαση επ’ αόριστον και έτσι «να βάζει στον πάγο» τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Διατηρείται αδύναμος ο ελεγκτικός μηχανισμός, χωρίς να ενισχύεται το ΣΕΠΕ, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις του εργατικού δικαίου και της Οδηγίας να παραμένουν «κενό γράμμα». Η υποτίμηση της εργασίας αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» της πολιτικής της ΝΔ. Μία άλλη πολιτική, προς προοδευτική κατεύθυνση, είναι αναγκαία. Χωρίς άμεσες και ριζικές αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, η προστασία των εργαζομένων θα παραμείνει ανεπαρκέστατη
Χρειάζεται να αποκατασταθεί η συλλογική αυτονομία, η επαναφορά του συλλογικού στοιχείου στο εργατικό δίκαιο, η ανάταξη της σταθερότητας της εργασίας και εν τέλει η αποκατάσταση της εργασιακής αξιοπρέπειας, .ώστε να μη διαιωνίζονται οι κοινωνικές ανισότητες και η λεγόμενη οικονομική ανάπτυξη να μην αφορά μόνον τους «λίγους, μεγάλους και ισχυρούς», αλλά
τον κόσμο της εργασίας-τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.