Παπαηλιού: Οι αριθμοί "ευημερούν" και "οι άνθρωποι πάσχουν-υποφέρουν"
Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Ο Γιώργος Παπαηλιού μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος, φορολογικά κίνητρα για την καινοτομία και τους μετασχηματισμούς των επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις». είπε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
Το υπό κρίση νομοσχέδιο πρέπει να αναλυθεί και υπό το πρίσμα των προβλέψεων του προϋπολογισμού έτους 2025, ο οποίος συζητείται και ψηφίζεται σε λίγες ημέρες.
Με τον προϋπολογισμό, οι Έλληνες πολίτες καλούνται να καταβάλουν 2,5 δις ευρώ περισσότερους φόρους (1,5 δις ευρώ ΦΠΑ και 1 δις φόρο εισοδήματος, παρότι η κατάσταση για τα ελληνικά νοικοκυριά έχει αχθεί στο «μη περαιτέρω» όσον αφορά την ακρίβεια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο να ζήσουν ακόμη και στοιχειωδώς και πάντως με αξιοπρέπεια.
Είναι γεγονός ότι από πλευράς αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, η χώρα κατατάσσεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. Ενώ ταυτόχρονα οι οικονομικές ανισότητες ενισχύονται με την «ψαλίδα» μεταξύ εχόντων και μη εχόντων, προνομιούχων και μη, φτωχών και πλουσίων να μεγαλώνει καθημερινά.
Το μέσο ωρομίσθιο παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, με την Ελλάδα να κατατάσσεται μεταξύ των τελευταίων χωρών στην Ε.Ε. Οι εισοδηματικές ανισότητες είναι έντονες, καθώς άνω του 70 % των εργαζομένων στο Δημόσιο αμείβεται με λιγότερα από 900 ευρώ μηνιαίως. Οι προβλεπόμενες αυξήσεις μισθών περιορίζονται στα 12 ευρώ το μήνα για το έτος 2025, ενώ προβλέπεται σταδιακή αύξηση του εισαγωγικού μισθού στο ποσό των 950 ευρώ μέχρι το 2027. Η ανισότητα των εργαζομένων στο Δημόσιο σε σχέση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα παραμένει, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν μόνον 12 μισθούς ετησίως.
Στην πραγματικότητα ενίσχυση του εισοδήματος δεν προβλέπεται, αφού διατηρείται η στασιμότητα μισθών και συντάξεων, όταν η πλειοψηφία των πολιτών βιώνει μία δύσκολη καθημερινότητα και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στα καθημερινά έξοδα, λόγω των τεράστιων αυξήσεων στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης-καθημερινής χρήσης.
Αναφορικά με τις συντάξεις, οι αυξήσεις θα υπολείπονται του πληθωρισμού (άνω του 3 % εφέτος) , ενώ εγκαταλείπεται η σύνδεση της αύξησης με τη μεταβολή του μέσου μισθού. όπως υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
Οι χαμηλοσυνταξιούχοι με σύνταξη μέχρις 700 ευρώ (930.000 άτομα) θα χάσουν την «επιταγή ακρίβειας» (έκτακτο επίδομα), η οποία ίσχυε μέχρι το 2024. Οι παλαιοί συνταξιούχοι με «προσωπική διαφορά» δεν θα λάβουν αυξήσεις αλλά μόνον ένα επίδομα 100-200 ευρώ, γεγονός που θα επηρεάσει 670.000 άτομα.
Το φοιτητικό επίδομα αυξάνεται στο ποσό των 1.500 ευρώ, αλλά αφορά μόνον φοιτητές σε περιφερειακά πανεπιστήμια και υπό την προϋπόθεση να πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια, βάσει του οικογενειακού εισοδήματος.
Η αποζημίωση νυχτερινής εργασίας για ένστολους αυξάνεται κατά 20 %. Πρόκειται για ισχνό ποσό (0,44 ευρώ καθαρά/ώρα).
Με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 % εξοικονομούνται περίπου 5 ευρώ μηνιαίως ανά εργαζόμενο με μισθό 1.200 ευρώ μεικτά.
Αναφορικά με τις ρυθμίσεις που αφορούν φορολογικά μέτρα, είναι προφανές, ότι, και με αυτό το νομοθέτημα, η κυβέρνηση της ΝΔ εξυπηρετεί συγκεκριμένα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί, με επικοινωνιακά τεχνάσματα να παρουσιάσει μια πλασματική πραγματικότητα ενίσχυσης των λαϊκών στρωμάτων και της κοινωνικής πλειοψηφίας, κάτι που δεν γίνεται ούτε με τις υπό συζήτηση ρυθμίσεις.
Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, που εκτιμάται ότι θα επιβαρύνει το δημόσιο προϋπολογισμό με το ποσό των 120 εκ. ευρώ περίπου ετησίως αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Όμως αυτοί θα κληθούν να καταβάλουν διπλάσιους ή τριπλάσιους φόρους σε σχέση με πέρυσι, με την αλλαγή του τρόπου φορολόγησής τους, με την εισαγωγή του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Αυτή η οριζόντια άδικη φορολόγηση αποσκοπεί στη συγκέντρωση ύλης (πελατείας) στους μεγάλους και ισχυρούς κάθε κλάδου ελεύθερων επαγγελματιών-αυτοαπασχολουμένων.
Το μέτρο του «παγώματος» του ΦΠΑ στην οικοδομή, αρχικά εφαρμόστηκε για την τόνωση της αγοράς των ακινήτων, σε μια περίοδο που είχε μειωθεί η οικοδομική δραστηριότητα. Όμως σήμερα με τις τιμές των ακινήτων να κινούνται προς νέα ιστορικά υψηλά, η κυβέρνηση παρατείνει κατά ένα έτος ακόμη την αναστολή του ΦΠΑ στα ακίνητα, συμβάλλοντας έτσι στη «φούσκα» των τιμών αποθαρρύνοντας επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς (μεταποίηση, βιομηχανία κ.α.) , που έχουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για την οικονομία.
Οι αυξανόμενες τιμές ακινήτων και η χαμηλή διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής στέγης δυσχεραίνει την προώθηση κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής για τη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και των νέων.
Η πρόβλεψη για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20 % σε περίπτωση ασφάλισης του ακινήτου έναντι φυσικών καταστροφών δείχνει, ότι η πολιτεία επιχειρεί να απαλλαγεί από ευθύνες που της ανήκουν και να τις «μεταφέρει» στους πολίτες, όταν μάλιστα είναι γνωστές η απουσία σχεδιασμού για την άσκηση πολιτικής πρόληψης, η υποστελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος, η υποβάθμιση του υφιστάμενου εξοπλισμού του-οχημάτων κλπ.
Σκοπός του μέτρου δεν είναι η ελάφρυνση των νοικοκυριών από τον ΕΝΦΙΑ αλλά η αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών εταιριών.
Όλα αυτά συνιστούν αποσπασματική νομοθετική κατοχύρωση της καθήλωσης της οικονομίας, με σημειακές παρεμβάσεις, αφού δεν αλλάζει ο πυρήνας του φορολογικού συστήματος (η δυσαναλογία άμεσων-έμμεσων φόρων, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας κλπ).
Οι μεγαλόστομες εξαγγελίες, η εικόνα-η «βιτρίνα», οι γενικεύσεις αποτελούν στοιχεία της κυβερνητικής προπαγάνδας-της επικοινωνιακής πολιτικής της. Και αυτό γίνεται σε όλους τους τομείς. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και το νομοσχέδιο και τα επί μέρους μέτρα-η δήθεν μείωση φόρων και επιβαρύνσεων για τα μικρομεσαία στρώματα. Πρόκειται για εμπαιγμό, που αυτά τα στρώματα (οι εργαζόμενοι) βιώνουν και θα εξακολουθήσουν να βιώνουν «στο πετσί» τους.
Όπως εμπαιγμό αποτελεί και τα περί νέου παραγωγικού μοντέλου, αφού τα προτεινόμενα μέτρα δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Συνιστούν αναβίωση ή επιβεβαίωση του ήδη ισχύοντος, που οδήγησε στη χρεωκοπία.
Και βέβαια, εμπαιγμό αποτελεί και η συνεχής επίκληση του λαϊκισμού ως επιχειρήματος σε οποιαδήποτε πρόταση της αντιπολίτευσης.