Παπαηλιού: "Ο φασισμός συνιστά διαχρονική απειλή, με τη βία να αποτελεί εγγενές στοιχεία του"
Η ομιλία του βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Ο βουλευτής Αρκαδίας Γιώργος Η. Παπαηλιού στην Ολομέλεια της Βουλής,
ως ομιλητής-εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία κατά την «επετειακή αναφορά» για την επέτειο της Εθνικής Αντίστασης:
Η ιστορία του Ελληνισμού-του ελληνικού λαού έχει αναδείξει, ως διαχρονική στάση ζωής του, την αντίσταση και το εξεγερσιακό πνεύμα εναντίον όσων και προς όσους επιβουλεύονται την ανεξαρτησία της πατρίδας, την ελευθερία των πολιτών, τη δημοκρατία.
Πρόκειται για χαρακτηριστικό που έχει ενσωματωθεί στο «κύτταρο» και στην «κοσμοθεωρία» του, αποτελώντας αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορικής παρουσίας και πορείας του, της παράδοσής του, της ίδιας της υπόστασής του.
Σε αυτό το πλαίσιο, το «Έπος του ΄40», και αυτό της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 κατά της τριπλής κατοχής, κατά του φασισμού-του ναζισμού, το δίπολο του αγώνα-της εποποιϊας του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους .
Η Εθνική Αντίσταση είχε δύο διαστάσεις. Τη στρατιωτική, τον ένοπλο αγώνα-το αντάρτικο, με σαμποτάζ αλλά και με μάχες κατά του κατακτητή στα βουνά και τις πόλεις, και την πολιτική-κοινωνική που περιελάμβανε την αρωγή προς τον πληθυσμό για να μπορέσει να επιβιώσει αλλά και τη δημιουργία ενός πλαισίου δομών στις ελεύθερες περιοχές της ελληνικής επικράτειας για τη συνέχιση και την εμπέδωση μιάς ελεύθερης και συμμετοχικής ζωής σ΄ αυτές (τοπική αυτοδιοίκηση-λαϊκές συνελεύσεις, υγεία, εκπαίδευση κλπ).
Η Εθνική Αντίσταση, εκτός της συλλογικής μεγαλοσύνης από την οποία χαρακτηρίστηκε, υπήρξε και σύνθεση ηρωϊκών πράξεων συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και κυρίως αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες συσπείρωσαν ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού. Αυτές (οι αντιστασιακές οργανώσεις) ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της, με κορυφαία και πρωτοπόρα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Έτσι η Εθνική Αντίσταση βρέθηκε στο στόχαστρο του κατακτητή και των συνεργατών του, των κατοχικών κυβερνήσεων, των ταγμάτων ασφαλείας, των άλλων δοσιλογικών οργανώσεων. Την αντιμετώπισαν με τη βία, με βιαιότητες και θηριωδίες χωρίς προηγούμενο. Η πατρίδα μας είναι διάστικτη από περιοχές και χώρους, στους οποίους ο κατακτητής άφησε το αιματηρό-το καταστροφικό στίγμα του. Ολοκαυτώματα, πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις-δολοφονίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, πείνα και πράξεις αντεκδίκησης όλων των ειδών προκάλεσε η καθολική αντίσταση του ελληνικού λαού.
Βέβαια, οι διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις των αντιστασιακών οργανώσεων οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ τους, οι οποίες, ιδίως περί τα τέλη της κατοχής, ενθαρρύνονταν από ξένες δυνάμεις.
Έτσι, μετά την απελευθέρωση, η Εθνική Αντίσταση, όχι μόνον δεν δικαιώθηκε, αλλά διώχτηκε. Και αυτό, λόγω του αριστερού προσανατολισμού της μεγαλύτερης, της κυριώτερης, της πρωτοπόρας αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του εμφυλίου πολέμου, του εκδικητικού μεταπολεμικού κράτους, της ανάπηρης δημοκρατίας που επιβλήθηκε, του ψυχρού πολέμου.
Έκτοτε «κύλησε πολύ νερό στ΄ αυλάκι». Το συλλογικό αντιφασιστικό φρόνημα εκδηλώθηκε ενεργά εκ νέου με την αντιδικτατορική πάλη, μέσω της οποίας ξεπεράστηκαν οι αποκλεισμοί και ο διχασμός πολλών χρόνων.
Εν τέλει, το 1982 επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, με το Ν. 1285/1982, αναγνωρίστηκε η καθολική αντίσταση του ελληνικού λαού, ανάλογη και αντάξια των αγώνων και των θυσιών του, ως σύμβολο του τέλους του διχασμού των Ελλήνων, της ομοψυχίας του έθνους στον αγώνα κατά του φασισμού, του πνεύματος της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας,
Η Εθνική Αντίσταση πρέπει να παραμείνει αναλλοίωτο στοιχείο της ιστορικής μνήμης, προκειμένου να αποτραπεί, και τώρα και στο μέλλον, η επανάκαμψη της φασιστικής βαρβαρότητας.
Ο φασισμός συνιστά διαχρονική απειλή, με τη βία να αποτελεί εγγενές στοιχεία του.
Σήμερα, που «σηκώνει» και πάλι «κεφάλι» υπό διάφορες και διαφορετικές μορφές, μπορεί κι πρέπει να αντιμετωπισθεί, με θεσμικά και οικονομικά μέτρα, κυρίως όμως με τη διαμόρφωση αντιφασιστικής συνείδησης στην κοινωνία-στους νέους ανθρώπους, την επαγρύπνηση των πολιτών και την ενεργοποίησή τους εναντίον του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, δεν αποτελεί «ιδεοληψία» ή παρωχημένη εμμονή στο παρελθόν.
Συνιστά κίνηση αποκατάστασης στοιχειώδους δικαιοσύνης και εκπλήρωσης ηθικού χρέους, ώστε εκείνα τα αποτρόπαια γεγονότα να μην τα καλύψει η παρέλευση του χρόνου και συνακόλουθα η λήθη που κάποιοι επιδιώκουν να επιβληθεί.
Το από 17.4.2019 ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων, βάσει της Έκθεσης της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, πρέπει να αποτελέσει την πυξίδα προς αυτή την κατεύθυνση. Και βέβαια να συνοδευτεί από κατάλληλες, διπλωματικές και νομικές, κινήσεις, ώστε η διεκδίκηση να λάβει «σάρκα και οστά».
Οι απλές αναφορές της Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού στις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και στο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο (κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Γερμανικής Δημοκρατίας) δεν συνιστούν διεκδίκηση μιάς χώρας που υπέστη τα πάνδεινα από το ναζισμό-το φασισμό.
Η διεκδίκηση προϋποθέτει στρατηγική και κινήσεις που να αποσκοπούν πράγματι στην ευόδωσή της και να αποτελούν απάντηση στη σκαιά και προκλητική άρνηση του γερμανικού κράτους, με τη θέση, ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν, αφού έχει διευθετηθεί.
Το θέμα, παραμένει εκκρεμές και ενεργό. Όχι μόνον δεν έχει λήξει, αλλά αποκτά και μία έντονη επικαιρότητα. Όταν, επαναλαμβάνω, ο φασισμός υπό διάφορες και διαφορετικές μορφές «σηκώνει κεφάλι» και πάλι και όταν και σήμερα ανάλογες γενοκτονικές πολιτικές, όπως αυτές κατά των Παλαιστινίων, ακολουθούνται από το κράτος του Ισραήλ υπό τα αδιάφορα ή μάλλον συνένοχα βλέμματα της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας.
Εάν η Ιστορία γίνει σιωπή, δεν θα είναι βιώσιμο ούτε το παρόν και το μέλλον, αλλά ούτε και το παρελθόν. Οι Ερινύες για τις σχετικές πράξεις και παραλείψεις θα ακολουθούν εις το διηνεκές.
Η άσκηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί ευκαιρία επανασύνδεσης με το νήμα της ιστορίας.
Λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι «καταδικασμένοι» να την ξαναζήσουν, με την επανάληψή της να μην είναι «ιστορικό» λάθος, αλλά έγκλημα.
Είναι απόλυτη ανάγκη το πνεύμα της αντίστασης και το εξεγερσιακό πνεύμα να μεταλαμπαδευτούν στις επόμενες-στις νεώτερες γενιές, σε ένα περιβάλλον διατηρήσιμης εθνικής ομοψυχίας και ενότητας.